- γούμενος
- ο , γούμένισσα η настоятель, -ница (монастыря), игумен, -ья
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
γούμενος — ο θηλ. γουμένισσα ηγούμενος μοναστηριού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ηγούμενος — και γούμενος, ο, θηλ. (η)γουμένη και (η)γουμένισσα (AM ἡγούμενος, θηλ. ἡγουμένη, Μ και γούμενος, θηλ. και (ἡ)γουμένισσα) [ηγούμαι] βλ. ηγούμαι … Dictionary of Greek
μαστιγούμενος — μαστῑγούμενος , μαστιγόω whip pres part mp masc nom sg (attic epic doric) μαστῑγούμενος , μαστιγόω whip pres part mp masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
SUPERPOSITUS Medicorum — in vetere Inscr. idem qui Archiater alias. Vide supra. Sic Superpositus Monasterii, in Diplam. Muncimiri Croatiae Ducis ann. 992. apud Ioann. Lucium de Regno Dalmatiae l. 2. c. 2. Abbas est, Graecis Η῾γούμενος, quas voces iterum retro vide, ut et … Hofmann J. Lexicon universale
γουμενιό — γουμένισσα, γούμενος κ.λπ. βλ. ηγουμενείο, ηγουμένη, ηγούμενος … Dictionary of Greek
δυόσμος — η ονομασία τής αρωματικής πόας Μέντα η πιπερώδης. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. ηδύοσμος με αποβολή του αρχικού η (πρβλ. ηγούμενος γούμενος, ημερώνω μερώνω, υβρίζω βρίζω] … Dictionary of Greek
ισάζω — και ισιάζω και σιάζω και σάζω (ΑΜ ἰσάζω, Μ και σάζω, ἐσιάζω, ἰσιάζω, σιάζω) βλ. σιάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἴσος. Ο τ. σιάζω είτε < ἰσάζω με επίδραση τού ἴσιος είτε απευθείας από το ἴσιος, με σίγηση τού προτονικού (στο ρήμα) φωνήεντος ι (πρβλ.… … Dictionary of Greek
Μαρτζώκης — Επώνυμο οικογένειας ποιητών από τη Ζάκυνθο. 1. Ανδρέας Κάρολος Διονύσιος (1849 – 1922). Ποιητής. Εργαζόταν στο δημαρχείο Ζακύνθου και παράλληλα δίδασκε την ιταλική και γαλλική γλώσσα ως οικοδιδάσκαλος. Δημοσίευσε τις ποιητικές συλλογές με τίτλο… … Dictionary of Greek
ηγούμενος — ηγούμενος, ο και γούμενος, ο προϊστάμενος μονής … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ξεναγούμενος — ξενᾱγούμενος , ξεναγέω to be a leader of mercenaries pres part mp masc nom sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)